Η Κρασογιώργαινα
Nειρεύονταν η kρασογιώργαινα
Σεργιάνιζε λέει με τον καλό τησ
Σ' ένα κλειστό περβόλι και χαμογελούσε
Δεν ήταν ο kρασογιώργησ ο χοντρομπαλάσ
Παρά ένα λυγερό παλληκάρι
Στριμμένο αγκάθα το μουστάκι του
Μαλλιά μακριά κορακάτα
Στη ζωνη ασημοπίστολα
Κι η αναπνιά του μύριζε κανέλλα
Ίδιοσ απαράλλακτοσ ο aθανάσιοσ διάκοσ