Τα Βαριά Τιμόνια (Ta Varia Timonia)
Μες στα μέσα του ογδόντα ήταν ένας οδηγός
Στο Αιγάλεω σε όλους ξακουστός
Ήταν μάγκας και μουντάρης και βαρύς και αλανιάρης
Αλλά πάντοτε σε όλα του σωστός
Κει που άλλοι δεν περνούσανε ούτε με ΙΧ
Τη νταλίκα κόλλαγε στο πι και φι
Στο παρμπρίζ του έκει απάνω ήταν πάντα ένας καφές
Που δεν έπεφτε ποτέ με τις στροφές
Πίσω απ’ τα βαριά τιμόνια είναι από μικρός
Κι όλο ταξιδεύει μοναχός
Δρομολόγια και βυτία με αΰπνία κι αγωνία
Και βαθιά μες στην καρδιά ένας καημός
Αν τυχόν και τον πετύχεις κάποια μέρα που γυρνάς
Και γουστάρεις ιστορίες της δουλειάς
Γιά νταλίκες που διπλώνουν και γιά έρωτες του δρόμου
Όταν ήταν οδηγός του Μάτζικ Μπας
Είχε πάρει απ’ τον πατέρα κι είχε γίνει οδηγός
Όταν ήταν η Ευρώπη μας αλλιώς
Με δασμούς και τελωνεία
Μέσα απ’ την Γιουγκοσλαβία
Είχε μάθει όλα τα κόλπα από μικρός
Πως περάσματα να βρίσκει από δρόμος μυστικούς
Με συνάλλαγμα στους αεραγωγούς
Τρία αστέρια κονιακάκι γιά τους τελωνειακούς
Και τσιγάρα γιά τους αστυνομικούς
Πίσω απ’ τα βαριά τιμόνια ..
Κάποια μέρα ήρθε κάποιος και του γύρευε καυγά
Με μιά Τζουλιέττα, μία Άλφα Ρομέο παλιά
Κι από μέσα απειλούσε ότι λέει θα τον πατούσε
Αν ερχότανε στ ́αμάξι του μπροστά
Μα αυτός πιάνει την Τζουλιέττα με τα χέρια τα βαριά
Και με μιά κίνηση τη σήκωσε ψηλά
Κι από τότε λεν για ‘κείνον στο Αιγάλεω μεριά
Με πιστόλι φίλε κι από μακριά
Πίσω απ’ τα βαριά τιμόνια ...