Οι γυναίκες με τα μαύρα
Οι γυναίκεσ με τα μαύρα ξυπνούν τα χαράματα
Στα στενά τουσ μπαλκόνια σκουπίζουν τα φύλλα
Και κοιτάνε τη θάλασσα
Γυναίκεσ με μαύρα σκισμένη αγκαλιά
Παντρεμένεσ με βία ή από αγάπη βαθιά
Οι μικρέσ που γαμπρίζουν εποχέσ τουσ θυμίζουν
Που ήταν τα μάτια τουσ δροσερά
Τισ βλέπω καθώσ γυρίζουν παρέα απ’ τα μνήματα
Τισ ακούω ψιθυρίζουν σε χιλιάδεσ ορόφουσ
Και μοιράζουν γλυκίσματα
Και στα παιδιά τουσ χαρίζουν κειμήλια ακριβά
Μα οι γραμμέσ τουσ βουίζουν δεν τα βλέπουν συχνά
Κι όλα αυτά τισ πληγώνουν μα στο τέλοσ φιλιώνουν
Γιατί ποιοσ σαν τη μάνα ξέρει ν’ αγαπά
Κι όλο στρώνουν ξεστρώνουν και τινάζουν χαλιά
Σε σαλόνια όπου χρόνια άνθρωποσ δεν πατά
Και τα βράδια ζαρώνουν όταν οι φόβοι τισ ζωνουν
Πάντα την πόρτα κλειδώνουν διπλά
Και τότε τισ προσευχέσ τουσ τισ πνίγουν τα κλάματα
Γιατί είναι οι ζωέσ τουσ του φθινοπώρου φύλλα
Που σκορπάνε στη θάλασσα