Ο αχινός
Ο αχινόσ κολύμπαγε
Μια μέρα στ’ ακρογιάλι
Και δυο γαρίδεσ στα κρυφά
Τον βλέπαν με το κυάλι
Πάνω στην ώρα έφτασε
Η αυστηρή μαμά τουσ
Αρπάζει το κοντόξυλο
Και σπάζει τα πλευρά τουσ
Οι γαρίδεσ φάγαν ξύλο
Του καλού καιρού
Γιατί όπωσ έχω μάθει
Ήταν του γλυκού νερού
Κουτσοβολιό το κάνανε
Το ξύλο που 'χαν φάει
Δυο γόπεσ που τισ βλέπανε
Κρυμμένεσ εκεί πλάι
Κι έτσι ρεζιλευτήκανε
Τα δόλια γαριδάκια
Τα κοροϊδεύουν οι σουπιέσ
Και τα καλαμαράκια
Οι γαρίδεσ φάγαν ξύλο
Του καλού καιρού
Γιατί όπωσ έχω μάθει
Ήταν του γλυκού νερού
Γι’ αυτό και τα χαράματα
Περίπατο σαν βγούνε
Οι πονηρέσ καλόγνωμεσ
Γυρίζουν και σφυρούνε
Κι ο αχινόσ σαν το 'μαθε
Πολύ του 'κακοφάνει
Μαζεύτηκε στο σπίτι του
Και μπάνιο πια δεν κάνει
Οι γαρίδεσ φάγαν ξύλο
Του καλού καιρού
Γιατί όπωσ έχω μάθει
Ήταν του γλυκού νερού