Τα Κλεμμένα
Μία τσιγγάνα μου 'χε πει πωσ είμαι απ' το αϊβαλί
Κι εγώ θυμήθηκα τα λόγια του παππού μου
Στη σμύρνη έφτιαχνε γλυκά και η γιαγιά μπαχαρικά
Μέσα στο σπίτι του πατέρα του δικού μου
Τα χρόνια που 'μουν πιο μικρόσ αναρωτιόμουν συνεχώσ
Γιατί 'χε πάντα το μπαούλο γυαλισμένο
Και πριν πεθάνει μου 'χε πει να του φυλάξω το κλειδί
Κι είδα το βλέμμα το στερνό του φοβισμένο
Στην πόλη στην αγιά σοφιά δακρύζει πάντα η παναγιά
Γι' αυτούσ που έφυγαν διωγμένοι μεσ στα πλοία
Στην πόλη στην αγιά σοφιά ακόμα καίει μια φωτιά
Γιατί μεμέτηδεσ δανείζονται τα θεία
Έφυγε δίχωσ παιδεμό μα έζησε ξεριζωμό
Αυτήν την λέξη την πρωτάκουσα στα έξι
Είχα ρωτήσει να μου πει την ιστορία απ' την αρχή
Κι όπωσ μιλούσε έσταζε αίμα η κάθε λέξη
Γι' αυτό το άνοιξα κι εγώ το κασελάκι το παλιό
Κι είδα τα λίγα που 'χε πάρει τα κρυμμένα
Κανέλα σμύρνα και νερό απ' τα παράλια θαρρώ
Και λίγο χώμα από τα μέρη τα κλεμμένα
Στην πόλη στην αγιά σοφιά δακρύζει πάντα η παναγιά
Γι' αυτούσ που έφυγαν διωγμένοι μεσ στα πλοία
Στην πόλη στην αγιά σοφιά ακόμα καίει μια φωτιά
Γιατί μεμέτηδεσ δανείζονται τα θεία