Μετανάστης
Καράβι ποιοσ σε κέντησε ποιοσ σου ‘βαψε τα ξάρτια
Για να με πάρεισ μακριά και να δακρύσουνε πικρά
Και να δακρύσουνε πικρά τησ μάνασ μου τα μάτια
Φεύγω γιατί με πίκρανε
Η φτώχεια και ο πόνοσ
Είχε πνιγεί η ελπίδα μου
Είχε σβηστεί ο ήλιοσ μου
Κι είχε χαθεί
Κι είχε χαθεί ο δρόμοσ
Με δέρναν όλοι οι καιροί μου πάγωναν τα μάτια
Μου κάναν πέτρα το ψωμί μου κάναν βούρκο το νερό
Μου κάναν βούρκο το νερό και την καρδιά κομμάτια
Φεύγω γιατί με πίκρανε
Η φτώχεια και ο πόνοσ
Είχε πνιγεί η ελπίδα μου
Είχε σβηστεί ο ήλιοσ μου
Κι είχε χαθεί
Κι είχε χαθεί ο δρόμοσ
Δε μου ‘χαν μείνει ν' αγαπώ δυο χέρια ν' αγκαλιάζω
Μόνο τα χείλη με καημό και μια φωνή με πυρετό
Και μια φωνή με πυρετό τον πόνο να φωνάζω
Φεύγω γιατί με πίκρανε
Η φτώχεια και ο πόνοσ
Είχε πνιγεί η ελπίδα μου
Είχε σβηστεί ο ήλιοσ μου
Κι είχε χαθεί
Κι είχε χαθεί ο δρόμοσ