Ο Αντώνης ο βαρκάρης
Ο αντώνησ ο βαρκάρησ ο σερέτησ
Έπαψε να ζει ρεμπέτησ
Θέλει πλούτη και παλάτια
Και τησ κάρμεν τα δυο μάτια
Επαράτησε τη βάρκα στο λιμάνι
Κάτω στο πασαλιμάνι
Τραγουδάει κι όλο πίνει
Ταυρομάχοσ πάει να γίνει
Μα ο άκαρδοσ ο ταύροσ τον σκοτώνει
Και στη γη τονε ξαπλώνει
Σαν τον βλέπει η κάρμεν κλαίει
Πάει κοντά του και του λέει
Αχ αντώνη μου βαρκάρη μου σερέτη
Τώρα μένω νέτη σκέτη
Μεσ στον κόσμο η καημένη
Χήρα παραπονεμένη