Ο ποντικός
Ένασ ποντικόσ ένασ ποντικόσ μπερμπάντησ
Που ξεφύτρωσε σαν φάντησ
Κάνει ζούλα απ' την κυρά του
Τη δουλειά του
Μέσα στην αυλή
Που τα βράδια ξεφαντώνει
Σπάει καρύδια και φουντώνει
Ανακάλυψε δυο φίνεσ ποντικίνεσ
Γίνεται κοντά εκεί κοντά στη βρύση
Ποντικίσιο μεγάλο ραβαϊσι
Ώσπου πέφτει κάποιο βράδυ
Μεσ στο λάδι
Να την έρχεται πα' στην ώρα η κυρά του
Και του σπάει τον τσαμπουκά του
Και του κόβει συμφορά του
Την ουρά του