Urbanum
Εχθές αργά πήγα τα μάτια μου βόλτα
Όπως βγάζει κάποιος το σκύλο του
Λίγο απ’ αγάπη, λίγο από υποχρέωση
Μια τίγρη συνάντησα πρώτα
Ξεχείλιζε απ’ τον κάδο της ανακύκλωσης
Ή να το πω πιο σωστά:
Περισσεύαν τα νύχια της
Ύστερα, με προσπέρασε
Η σκιά ενός θεού
Δροσερή σαν πρωτότοκο φρούτο
Και γλίστρησε μέσα στο κτίριο
Που τα ενενήντα τέσσερα χρόνια του
Είχαν τρομάξει τη γειτονιά
Δεν ξαναβγήκε-όρκο δεν παίρνω-
Εκτός αν ήταν η λέξη «urbanum»
Που ψέλλισα αυθόρμητα
Σαν άκακο παιδί
Κι ύστερα είδα
Τον κηπουρό τον απέθαντο
Που ανέβαινε στη σκάλα να ποτίσει τις γλάστρες
Να ποτίσει τα όνειρα
Τα διψασμένα μάτια
Η ποίηση είναι βιωματική
Κι εγώ- αχ! Μάνα, μάνα μου-
Φτιάχνω τον κόσμο που θέλω
Με τη σιωπή, με τις λέξεις
Με το ανώνυμο φτερούγισμα
Των αποδημητικών πόθων