Κυριακές στην πόλη
Νέων παρέλαση ασπρόμαυρα επίκαιρα
Μέρεσ του τριάντα στη αττική εξοχέσ
Που τώρα πια ‘γίναν προάστια
Κυριακέσ που απότομα ξεχάστηκαν κυριακέσ
Άνοιξησ κάλεσμα στάδιο κατάμεστο
Μπροσ στη σημαία χέρια υψωμένα χοροί εμβατήρια
Κυριακή ο κόσμοσ χαίρεται
Και χαμογελά και χαμογελά
Ενώ ο θεόσ του πολέμου ακονίζει το μεγάλο μαχαίρι
Μα κανείσ δεν το ξέρει τώρα είναι γιορτή!
Ο φακόσ σταματά ένα παιδί τον όρκο προφέρει
Έτσι και σήμερα ελαφρύτεροσ ξύπνησα
Λεσ και ούτε ένα σύννεφο δεν υπάρχει στον ορίζοντα
Κυριακή με ανοιχτό παράθυρο
Μακρινή βόλτα με το αυτοκίνητο μακρινή
Κι αν η ίδια σκιά του κακού τρέμει πάνω απ’ τη πόλη
Τον καπνό και τη σκόνη δε θυμάμαι πια
Τα τραγούδια τησ άνοιξησ κρατάνε ακόμη
Τόννοι εφημερίδεσ που ποτέ δε διάβασα
Αιώνια πάλη σε απευθείασ μετάδοση
Κυριακή πωσ ξεχάστηκα
Κυριακή γέλια απόμακρα κυριακή
Να σε σκέφτομαι θα ‘σαι ‘κει κάπου στην πόλη
Με τα φώτα κλειστά ώρεσ μόνη σου
Και το τηλέφωνο δίπλα σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι
Κυριακή με ανοιχτό παράθυρο
Μακρινή βόλτα με τ’ αυτοκίνητο
Μακρινή