Ξένιος
Στον ουρανό εξορισμένοσ
Τριάντα αιώνεσ ξεγραμμένοσ
Τι κάνει τώρα αναρωτιέται
Ένασ θεόσ όταν βαριέται
Τουσ δρόμουσ παίρνει νυχτωμένοσ
Ξένιοσ παλιά και τώρα ξένοσ
Δεν έχει κεραυνό στο χέρι
Κι όλο γυρνάει στα ίδια μέρη
Βρίσκει χαμένουσμινωίτεσ
Και κάτι χούφταλα κουρήτεσ
Για φίλουσ και γνωστούσ ρωτάει
Μόνο γι αγάπεσ δε μιλάει
Κι είναι το μόνο που τον σώνει
Μια δοξαριά του ψαραντώνη
Στήνει τη βίγλα του στο κάστρο
Και του νοτιά ανάβει τ' άστρο
Και στο κομμένο το μπεντένι
Κάποια αριάδνη περιμένει
Λαχτάρησε να βγει στα όρη
Όπου περπάτησε αγόρι
Κει που περνούσε τα μικράτα
Πάνω στησ νίδασ τα μιτάτα
Κι από το θρόνο του στο γιούχτα
Θυμάται τον παλιό χρησμό
Κι αμίλητοσ παραμονεύει
Το δεύτερο κατακλυσμό
Κι είναι το μόνο που τον σώνει
Μια δοξαριά του ψαραντώνη